ἡλιοπάλιος

ἡλιοπάλιος
ἡλιοπάλιος or [suff] ἡλίο-ον, name of a plant or stone, PMag.Berol.2.18 (perh.
A sun-opal, cf. ὀπάλλιος).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ηλιοπάλιος — ἡλιοπάλιος, ὁ και ἡλιοπάλιον, τὸ (Α) είδος φυτού ή λίθου …   Dictionary of Greek

  • ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”